Ἐφίππου

Ἐφίππου
Ἔφιππος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐφίππου — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη …   Dictionary of Greek

  • Πάολο Ουτσέλο, Πάολο ντι Ντόνο, ο επονομαζόμενος– — (Uccello, Πρατοβέκιο, Φλωρεντία 1397 – Φλωρεντία 1475). Ιταλός ζωγράφος. Το 1407 ήταν βοηθός του Γκιμπέρτι και πιθανόν μαθητής του Γκεράρντο Σταρνίνα. Από το 1425 μέχρι το 1430 βρισκόταν στη Βενετία και κατασκεύασε μαζί με άλλους ψηφιδωτά για τη… …   Dictionary of Greek

  • Φαλκονέ, Ετιέν Μορίς — (Falconet, Παρίσι 1716 – 1791). Γάλλος γλύπτης, συγγραφέας και μεταφραστής. Μαθητής του Ζ. Μπ. Λεμουάν, δέχτηκε αρχικά την επίδραση του Μπερνίνι και του Πιζέ, φανερή στα έργα του Ο Μίλων ο Κροτωνιάτης ενώ καταβροχθίζεται από λιοντάρι (1744,… …   Dictionary of Greek

  • οβελιαφόρος — ὀβελιαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • παλληκάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραφταναίων. * * * και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον) γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας,… …   Dictionary of Greek

  • παρίππευσις — ἡ, Μ [παριππεύω] 1. πέρασμα, διάβαση εφίππου 2. φρ. «παρίππευσις χρόνου» η παρέλευση τού χρόνου …   Dictionary of Greek

  • Βερόκιο, Αντρέα ντελ- — (Andrea del Verrocchio, Φλωρεντία 1435 – Βενετία 1488). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού γλύπτη και ζωγράφου Αντρέα ντε Μικέλε ντι Φρανσέσκο ντι Κιόνι (Andrea de Michele di Francesco di Cioni), από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης.… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”